- τυροποιώ
- -έω, Α [τυροποιός]τυροκομώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τυροποιῷ — τυροποιός cheese maker masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ИЕРУСАЛИМ — • Hierosolўma, τὰ Ίεροσόλυμα или просто Σόλυμα, по еврейски Ieruschalajim, сильно укрепленный главный город Палестины, почти в середине Иудеи, в колене Виньяминовом, на нескольких холмах, на западном берегу ручья Кедрона.… … Реальный словарь классических древностей
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
τυροκομώ — τυροκομῶ, έω, ΝΑ παρασκευάζω τυρί, τυροποιῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + κομῶ (< κόμος*) πρβλ. ὀρνιθο κόμος] … Dictionary of Greek
τυροποίηση — η, Ν μετατροπή σε τυρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυροποιῶ. Η λ., στον λόγιο τ. τυροποίησις, μαρτυρείται από το 1890 στον Αθ. Σακελλάριο] … Dictionary of Greek